- πιφαύσκω
- και, δ. ανάγν., πιφάσκω Α(ποιητ. τ.) (στο έπος και στη λυρική ποίηση)1. (το ενεργκαι το μέσ.) α) καθιστώ κάτι φανερό, φανερώνωβ) καθιστώ κάτι γνωστό, γνωστοποιώ, αποκαλύπτω («ἄσχετα ἔργα πιφαύσκετο δημοτέροισιν», Απολλ. Ρόδ.)2. προκηρύσσω3. εμφανίζω κάτι, επιδεικνύω4. δηλώνω κάτι με λόγια, μιλώ («μὴ οἰ μῡθον... πιφαυσκέμεν», Ομ. Οδ.)5. κάνω συνθηματικό νεύμα σε κάποιον6. λέω σε κάποιον να κάνει κάτι, επιτάσσω, προστάζω7. μτφ. (για τον ήλιο) παρέχω το φως, φέγγω8. παθ. πιφαύσκομαιακούω, μαθαίνω, πληροφορούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το θ. φαF- τής λ. φάος / φῶς (βλ. λ. φως) και εμφανίζει ενεστωτικό διπλασιασμό και επίθημα -σκω, το οποίο απαντά συχνά σε διπλασιασμένα ρ. (πρβλ. μι-μνή-σκω, τιτρώ-σκω κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.